- γαρδούμπα
- ηείδος φαγητού από εντόσθια ζώων τυλιγμένα με έντερα: Την Κυριακή του Πάσχα ψήσαμε γαρδούμπες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαρδούμπα — και γαρδούμα, η και γαρδούμι, το (Μ γαρδούμιον, το) φαγητό που γίνεται από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με μικρά κομμάτια από εντόσθια, αλάτι, πιπέρι και μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caldumen] … Dictionary of Greek
ξεγαρδουμίζω — βγάζω τα έντερα κάποιου, ξεκοιλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + *γαρδουμίζω (< γαρδούμα / γαρδούμπα «φαγητό από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με εντόσθια»)] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek